Περπατήστε μέσα στον χρόνο στην περιοχή των Εξοχών: Η ζωή της Κατερίνας Σαράφη και της Χριστιανικής Κληρονομιάς της Θεσσαλονίκης
Η Κατερίνα Σαράφη γεννήθηκε το 1863 σε μία εύπορη αστική οικογένεια της Θεσσαλονίκης.
Ο πατέρας της, Ιωάννης Σαράφης, είναι έμπορος, διαθέτει κατάστημα υφασμάτων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Η Κατερίνα φοιτά στο τετρατάξιο Παρθεναγωγείο στη συνοικία Αγίου Αθανασίου, (σημερινή περιοχή Αχεροποιήτου), όπου ήταν και το γονικό της σπίτι. Συνεχίζει τις σπουδές της στο Ανώτερο Κεντρικό Παρθεναγωγείο που λειτουργούσε για περίπου 20 χρόνια, μετά από παραχώρηση της εκκλησίας, στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, επί της Ίωνος Δραγούμη.
Παράλληλα με το σχολείο, μαθαίνει πιάνο και τραγούδι και δοκιμάζει το ταλέντο της στη ζωγραφική. Το 1881 απόφοιτη του Παρθεναγωγείου και μάλιστα με επαίνους, ξεκινά να εργάζεται ως καθηγήτρια γαλλικών και πιάνου σε φιλικές οικογένειες της τάξης της.
Λίγο αργότερα, το 1883, γνωρίζει σε μία κοσμική εκδήλωση τον Σαλβατώρ Τουριέλ, τον μεγαλύτερο αδερφό της καλής της φίλης Εσθήρ, που είχε μόλις επιστρέψει από το ταξίδι του στη Μεσόγειο. Ο νεαρός Σαλβατώρ ήταν αξιωματικός του Εμπορικού Ναυτικού, φέρελπις νέος, από εξέχουσα οικογένεια της πόλης και, δυστυχώς για την Κατερίνα, αλλόθρησκος.
Οι νέοι ερωτεύτηκαν παράφορα, αδιαφόρησαν για την κοινωνία και σύντομα έγιναν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Έξαλλοι οι γονείς της Κατερίνας τη στέλνουν στην αδελφή της μητέρας της, Σοφία, που κατοικεί στην Αθήνα, ενώ ο Σαλβατώρ μπαρκάρει για άγνωστο χρονικό διάστημα. Μόλις δύο μήνες μετά την μετακόμισή της στην Αθήνα η Κατερίνα επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, άρρωστη. Νοσηλεύεται στο Κοινό Θεραπευτήριο (μετέπειτα Δημοτικό Νοσοκομείο, σήμερα Άγιος Δημήτριος) με φυματίωση και διαφεύγει ως εκ θαύματος τον κίνδυνο. Ο πατέρας της εντωμεταξύ, φοβούμενος για τη ζωή της κόρης του, δέχεται τον γάμο της με τον Σαλβατώρ και η Κατερίνα γράφει στον αγαπημένο της όλο χαρά και τον καλεί να επιστρέψει στην πόλη για την τέλεση των αρραβώνων τους.
Το 1885 βρίσκει το νιόπαντρο ζευγάρι να γιορτάζει τον ερχομό του πρώτου τους παιδιού, Ιωάννη-Μωσέ και να σχεδιάζει την κατοικία του στο κέντρο της πόλης, ώστε να είναι εύκολη η ζωή της Κατερίνας όσο ο Σαλβατώρ θα λείπει στα ταξίδια του. Η πυρκαγιά του 1890 χαλάει τα σχέδια τους και η οικογένεια αποφασίζει να διαμείνει μόνιμα στη Συνοικία των Εξοχών. Τα σχέδια του σπιτιού τα αναλαμβάνει ο Παιονίδης και η βίλα είναι έτοιμη στις αρχές του 1891. Η οικογένεια καλωσορίζει δύο ακόμα μέλη, τα δίδυμα Ρεβέκκα και Βενιαμίν και ο Σαλβατώρ μπαρκάρει για το τελευταίο του ταξίδι. Το ατμόπλοιο Dunraven χτύπησε βίαια σε ύφαλο και βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του 26 ναυτικούς, ανάμεσά τους και τον Σαλβατώρ. Τα νέα φτάνουν στη Θεσσαλονίκη και η Κατερίνα θρηνεί. Δεν παύει όμως να είναι μητέρα τριών παιδιών που τη χρειάζονται. Χωρίς το κατάστημα του πατέρα της, που έχει πουληθεί και χωρίς ιδιαίτερη στήριξη από την οικογένεια του συζύγου της, βρίσκει εργασία στο Πρακτικόν Παρθεναγωγείο (Βίλα Ασίζ Καπαντζή, επί της σημερινής Βασιλίσσης Όλγας περί τον αρ. 129 ).
Στα χρόνια που ακολουθούν η Κατερίνα ξαναπαντρεύεται, τον επίσης χήρο, επιχειρηματία Πέτρο Χαϊτόπουλο, εξασφαλίζοντας την οικογένειά της. Δε σταματά να εργάζεται, αντιθέτως, συνάπτει στενές σχέσεις με την Αγλαΐα Σχινά, της οποίας γίνεται το δεξί χέρι όταν αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Παρθεναγωγείου το 1910. Κατά την πυρκαγιά του 1917, το γονικό της σπίτι καταστρέφεται και η ίδια συνταξιοδοτείται στα 54 της χρόνια. Καθώς τα παιδιά σπουδάζουν πια στο εξωτερικό, το ζεύγος μένει στην οδό Μπιζανίου, σε ένα διαμέρισμα που έχει αγοράσει ο Χαϊτόπουλος, το οποίο αποτελεί μέρος τριώροφου κεραμοσκεπούς οικήματος -τα λεγόμενα “Διαμερίσματα Αριγκόνι”, σχεδιασμένα από τον αρχιτέκτονα Pietro Arrigoni (1856-1940).