Οι Αλεβή ήρθαν στη Θεσσαλονίκη το 1492 από την Ισπανία. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Αγίας Σοφίας και ξεκίνησαν την ιστορία τους ως έμποροι.
Ο Ααρών Αλεβή γεννιέται το 1930 στη Θεσσαλονίκη, είναι το τρίτο και τελευταίο από τα παιδιά του Μωσέ και της Ροζίνας Αλεβή. Ο Μωσέ είναι γιατρός και εργάζεται στο Γαλλικό Νοσοκομείο. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της οικογένειας βρίσκονται ήδη σε πόλεις της Ευρώπης και σπουδάζουν όσο ο Ααρών ζει στη Θεσσαλονίκη και ξεκινάει τις σπουδές του στα Γαλλόφωνα σχολεία της πόλης.
Το 1940 βρίσκει την οικογένεια ακόμα χωρισμένη, με την μεγαλύτερη κόρη, τη Ραχήλ να ζει πια στην Αμερική και τον δευτερότοκο Ισαάκ να έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Με την έναρξη του πολέμου ο Ισαάκ θα προσπαθήσει να διαφύγει στην Αμερική, όπου σκοπεύουν να τον ακολουθήσουν αργότερα και ο Μωσέ με τη Ροζίνα και τον Ααρών.
Ο πόλεμος ξεσπά. Ο Ααρών σταματά να πηγαίνει σχολείο, στην αρχή η χαρά του είναι ατελείωτη, γυρνάει όλη μέρα στα στενά του Φραγκομαχαλά με τους φίλους του και χαλάνε τον κόσμο με τα παιχνίδια τους. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν και επιτάσσεται το Νοσοκομείο Χιρς που δούλευε τότε ο Μωσέ είναι πια αργά για να διαφύγουν. Το καλοκαίρι του 1942 ο Μωσέ Αλεβή οδηγείται μαζί με άλλους 6000 περίπου Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας και στέλνεται για καταναγκαστική εργασία. Επιστρέφει μόνο μετά από τα λύτρα που πληρώθηκαν από την κοινότητα για να βρει την οικογενειακή περιουσία λεηλατημένη. Την επόμενη χρονιά τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο αφού η οικογένεια μένει πια στο γκέτο και φορούν όλοι το άστρο του Δαυίδ. Η μεγάλη καταστροφή πλησιάζει και ο Μωσέ Αλεβή, έχοντας συγκαταλεχθεί ανάμεσα στα 100 επιφανή άτομα που θα εκτελεστούν σε περίπτωση που κάποιος από τους χιλιάδες έγκλειστους δραπετεύσει, αποφασίζει να ζητήσει βοήθεια από τον φίλο του, χριστιανό γιατρό Λάζαρος Χατζηνικολάου ο οποίος, μαζί με τη σύζυγό του δέχονται να φυλάξουν τα τιμαλφή της οικογένειας.
Τον Μάρτιο του ’43 ο Μωσέ και η Ροζίνα φυγαδεύουν τον δεκατριάχρονο Ααρών από ένα κακοφυλαγμένο σημείο στην περίφραξη του γκέτο. Ο Ααρών τρέχει στο σπίτι του Χατζηλαζάρου όπου ο γιατρός και η γυναίκα του, Μαρία, τον ενημερώνουν πως στο εξής θα είναι ο Πέτρος. Το ίδιο βράδυ φτάνει στο σπίτι των Χατζηλαζάρου η Ροζίνα, που ξέφυγε, ενώ ο Μωσέ είναι στο δρόμο για την Πολωνία. Δε θα τον ξαναδούν ποτέ πια.
Μέχρι τον Οκτώβριο του 1944 που απελευθερώνεται η Θεσσαλονίκη, μητέρα και γιος κρύβονται σε ένα δωμάτιο στο σπίτι του Χατζηλαζάρου. Με την απελευθέρωση ο Ααρών είναι 14 χρονών και επιστρέφει στα μαθητικά θρανία. Όλη η οικογενειακή περιουσία έχει λεηλατηθεί και το νεκροταφείο με τα οστά των παππούδων και προπάππων του έχει γίνει πια λατομείο.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Ααρών ολοκληρώνει τις σπουδές του στη σχολή της Ιατρικής στη Θεσσαλονίκη και φεύγει μαζί με την μητέρα του για την Αμερική, με πρόσκληση της αδερφής του Ραχήλ. Εκεί βρίσκουν και τον Ισαάκ που γλύτωσε από τη φρίκη του Άουσβιτς.
Ο Ααρών επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη με τη Γαλλοεβραία σύζυγό του το 1978 και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του.