xpRience_Heroes2

O Ταρίκ Χουσεΐνογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη γύρω το 1899, στο μεταίχμιο των αιώνων, σε ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα και μεγάλο κήπο στα στενά της Άνω πόλης. Τον ονόμασαν Ταρίκ, που σημαίνει πρωινό άστρο, καθώς γεννήθηκε την ώρα που στον ουρανό χάραζε και είχε απομείνει μόνο ο Αποσπερίτης.

Ο πατέρας του, Εμίρ Χουσεΐνογλου, εργαζόταν στην Οθωμανική Τράπεζα της Θεσσαλονίκης, ενώ η μητέρα του, Αϊσέ, δίδασκε πιάνο στις δεσποινίδες της γειτονιάς.

Στις βόλτες με τους φίλους του που έμεναν στη γειτονιά, έφτανε συχνά μέχρι το Γεντί Κουλέ, όπου σταματούσαν και χάζευαν τους κρατούμενους και έβαζαν στοιχήματα για τα εγκλήματα που τους κόστισαν την ελευθερία τους. 

Όλη η παρέα του ήταν μεγάλα πειραχτήρια και ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια ήταν να κρύβονται πίσω από τις βρύσες και να τρομάζουν γυναίκες και κορίτσια όσο γέμιζαν τις στάμνες τους.

Ο Εμίρ, ως ευυπόληπτος Μουσουλμάνος, συμμετείχε στο Αντιβουλγαρικό Συλλαλητήριο του 1904 και ο Ταρίκ θυμάται τις συζητήσεις των μεγάλων έξω από το Σαατλί Τζαμί (καταστράφηκε ολοσχερώς στην πυρκαγιά του 1917) καθώς οργανώνονταν για να στηρίξουν τους Χριστιανούς συμπολίτες τους στην ανατροπή της Βουλγαρικής εγκατάστασης στην πόλη, το 1908. Όταν ήταν 12 ετών, συνόδευσε τους γονείς του στη δεξίωση προς τιμήν του Σουλτάνου Μεχμέτ στη Θεσσαλονίκη το 1911,  ενώ φοιτούσε στη Σχολή Προόδου στην οδό Κασσάνδρου, μέχρι το 1912, που ξεκίνησε ο Πρώτος Πόλεμος (Α’ Βαλκανικός Πόλεμος).

Ο πατέρας του φεύγει για το μέτωπο και ο Ταρίκ του γράφει στα γράμματά του για τη θάλασσα και τα αεροπλάνα, για τις βόμβες και το φοβερό τέρας, το Ζέπελιν, που μετά δεν ήταν τέρας, ένα μπαλόνι μεγάλο ήταν, που το έριξαν οι γενναίοι στρατιώτες. Και το έβαλαν μπροστά στον Πύργο και πήρε κι εκείνος ένα κομμάτι του, θα του το δείξει όταν γυρίσει. Ο Εμίρ επιστρέφει μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο, άρρωστος και πεθαίνει λίγο αργότερα. Η μητέρα του Ταρίκ, Αϊσέ, αρρωσταίνει και πεθαίνει κι αυτή, το 1914, στο Δημοτικό Νοσοκομείο, το σημερινό Νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος. Ο Ταρίκ μένει ορφανός πια, στη φροντίδα του αδερφού του πατέρα του, Οσμάν Χουσεΐνογλου και της γυναίκας του, Νεσέ.  Ο Οσμάν εργάζεται στο Ισλαχανέ, και με προσπάθεια καταφέρνει να γίνει δεκτός και ο Ταρίκ, όπου και παρακολουθεί τις υπόλοιπες τάξεις και εκπαιδεύεται στην τέχνη της τυπογραφίας. Η μεγάλη πυρκαγιά του 1917 τον βρίσκει νεαρό ενήλικα, 18 χρονών, να εργάζεται στην Εφημερίδα Γενί Ασήρ, που στεγαζόταν στα Ισλαχανέ και να μένει με τους θείους του. Σε κάποια βόλτα γνώρισε την όμορφη Ντιλέκ, μία νεαρή μουσουλμάνα που εργαζόταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο ως νοσηλεύτρια.  Όταν ξεκίνησαν οι μετακινήσεις των μουσουλμανικών πληθυσμών το 1923, μετά τη Σύμβαση της Λοζάνης, ο Οσμάν και ο Ταρίκ γυρίζουν στο σπίτι σε μία Νεσέ που μάζευε πράγματα και κρατούσε μία εφημερίδα με οδηγίες για τους ανταλλάξιμους. Την επόμενη μέρα ο Ταρίκ τρέχει να ζητήσει απ’τους γονείς της Ντιλέκ να την αφήσουν να τον παντρευτεί κι εκείνοι δέχονται. Το ζευγάρι πηγαίνει για εμβολιασμό στη μουφτεία στο κτήριο του Ισλαχανέ, τα παιδιά του οικοτροφείου χαιρετάνε τον Ταρίκ κι εκείνος αναρωτιέται που θα καταλήξουν τόσα ορφανά.

Ο Οσμάν και η Νεσέ αποφασίζουν να μετακινηθούν στην Αττάλεια, εκεί που βρίσκεται η οικογένεια της Νεσέ και ο Ταρίκ και η Ντιλέκ θα τους ακολουθήσουν. Τα πρώτα χρόνια είναι κάπως δύσκολα για τους νέους, σύντομα όμως κάνουν 3 παιδιά, τον Κερέμ, τον Οσμάν και την Χιλάλ, που μεγαλώνουν ακούγοντας ιστορίες και παραμύθια για την όμορφη Θεσσαλονίκη, και εύχονται να τη δουν από κοντά.

Όταν ξεσπά ο πόλεμος, ο Ταρίκ μαθαίνει αργά τα νέα για την πόλη του, πανηγυρίζει τις ελληνικές νίκες στο  Ελληνοαλβανικό μέτωπο, απελπίζεται όταν μαθαίνει για την κατάληψη της πόλης από τους Ναζί και φρίττει με τον ξεριζωμό του εβραϊκού νεκροταφείο αλλά και ολόκληρης της κοινότητας.

Τα χρόνια περνάνε, τα παιδιά μεγαλώνουν, κάνουν δικές τους οικογένειες, ο Οσμάν και η Νεσέ έχουν φύγει από τη ζωή εδώ και χρόνια. Έχει έρθει η ώρα για έναν σύντομο γυρισμό. Το 1965 ο Ταρίκ και η Ντιλέκ, μαζί με τα παιδιά και τα μεγαλύτερα εγγόνια τους ταξιδεύουν στη Θεσσαλονίκη, με αφορμή την Διεθνή Έκθεση.

Τα πόδια του Ταρίκ τον φέρνουν ένα πρωινό μπροστά από το Ισλαχανέ. Στο χέρι του κρατά τη χουφτίτσα του μικρού Ταρίκ, ο εγγονός του είναι μόνο 6 χρονών, τι μπορεί να καταλαβαίνει από αυτά που βλέπει. Οι δυο φιγούρες είναι ακίνητες, ο μεγάλος Ταρίκ κοιτάει μπροστά του, εκεί που ήταν η αυλή, εκεί που ήταν το τυπογραφείο, εκεί που στάθηκε κάποια στιγμή κοιτώντας την Ντιλέκ να πλησιάζει. Ο μικρός Ταρίκ κοιτάζει κάτω, με το παπούτσι του χαϊδεύει μία πλάκα στο πεζοδρόμιο, έχει πάνω σκαλισμένα σχέδια που δεν τα καταλαβαίνει “Παππού, τι λέει εδώ;” και κοιτάζει τον παππού του, μα δεν τον έχει ξαναδεί έτσι, “παππού κλαις; γιατί κλαις;”  Ο Ταρίκ σκύβει και αγγίζει την πέτρα. “Θα σου πω μια ιστορία λοιπόν, την ιστορία της Θεσσαλονίκης…”

Σημαντικά σημεία της Διαδρομής 2

Μετάβαση στο περιεχόμενο